- ὀθέων
- ὀθέωpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οθέων — ὀθέων (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φροντίζων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. ὄθομαι* «φροντίζω»] … Dictionary of Greek